- σκωληκοειδής
- -ές, ΝΜΑαυτός που μοιάζει με σκώληκανεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδήζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο μεταξύ τής πεπτικής συσκευής και τού σωματικού τοιχώματος χώρος καθώς και τα μεταξύ τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από παρέγχυμα ή λευκωματώδες υγρό2. φρ. «σκωληκοειδής απόφυση»ανατ. εκκόλπωμα τού παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω τοίχωμα τού τυφλού εντέρου σε απόσταση 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική γωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.